- κακοζώητος
- -η, -ο [κακοζώ]αυτός που ζει μέσα σε στερήσεις, αυτός που ζει φτωχή και άθλια ζωή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακοζώητος — η, ο που ζει ή που έζησε κακή (ταλαίπωρη) ζωή, ο κακοπερασμένος, κακοζωισμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)